- πάρεκ
- παρέξoutsideindeclform (prep)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… … Dictionary of Greek
παρέκ — παρέξ outside indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONJECTUS Florum et Coronarum — in bene meritos olim frequens. Quâ faustitate exceptum fuisse Titum ob liberatam Senatus decretô Graeciam, memorant Polybius, Ecl. Leg. et Appianus Alex. Παρεκ. πει τρεσβ. Apud eundem Appianum, non coronas tantum, sed et taenias, in Titum… … Hofmann J. Lexicon universale
παρέκκειμαι — Α είμαι τεθειμένος κατά μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρέκ + κεῖμαι] … Dictionary of Greek
παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… … Dictionary of Greek